- συμπατρικός
- -ή, -ό, Ν1. βιολ. όρος που αναφέρεται σε δύο ή περισσότερους πληθυσμούς οι οποίοι θα μπορούσαν να διασταυρωθούν μεταξύ τους αλλά αυτό δεν συμβαίνει λόγω διαφορών, λ.χ. στον χρόνο ανθοφορίας ή στον τύπο επικονιαστή2. φρ. α) «συμπατρικά είδη»οικολ. είδη με αποκλίνοντα χαρακτηριστικά και πολύ πιο διαφορετικούς οικολογικούς θώκουςβ) «συμπατρική ειδογένεση»(βιολ.-ανθρωπολ.) η δημιουργία ειδών τών οποίων το εύρος κατανομής αλληλεπικαλύπτεται, σε αντιδιαστολή προς τα αλλοπατρικά είδη, που ζουν σε ξεχωριστές γεωγραφικές περιοχές.
Dictionary of Greek. 2013.